μπατάγια

μπατάγια
η
1) избиение, побои; 2) перен. взбучка, нахлобучка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μπατάγια" в других словарях:

  • μπατάγια — η (Μ μπατάγια και μπατάλια και πατάγια και πατάλλια και πατάλια και παταλία) νεοελλ. 1. ξυλοκόπημα 2. σφοδρή επίπληξη, μάλωμα μσν. 1. μάχη 2. αντιπαράσταση κατά τη διάρκεια δικαστικού αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπατάλια < ιταλ. battaglia. Ο τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»